- πυξ
- πύξ ΝΑεπίρρ. φρ. «πυξ (και) λαξ» — με γροθιές και κλοτσιέςαρχ.1. με την πυγμή, με τη γροθιά («πὺξ μὲν ἐνίκησα Κλυτομήδεα», Ομ. Ιλ.)2. ως προς την πυγμαχία («πὺξ ἀγαθὸς Πολυδεύκης», Ομ. Ιλ.)3. φρ. «πὺξ ἔχω τοὺς δακτύλους» — έχω τα δάχτυλα σφιγμένα.[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. πὺξ (< *πύγ-ς, με επιρρμ. κατάλ. -ς, πρβλ. γνύξ, λάξ) αποτελεί πιθανότατα το ριζικό όνομα (πρβλ. το ερμήνευμα που παραδίδει ο Ησύχ. «πύξπυγμή, γρόνθος» όπου η λ. πύξ προβάλλεται ως όνομα) στο οποίο εμφανίζεται η μηδενισμένη βαθμίδα τής ΙΕ ρίζας *peuĝ- «μπήγω, τρυπώ, κεντώ» (με ηχηρό ουρανικό σύμφωνο, συγγενική τής ρίζας *peuk- «μπήγω, διαπερνώ», πρβλ. λ. πεύκη). Στην ίδια ρίζα (είτε ως ονοματικά είτε ως ρηματικά κατά την επικρατέστερη άποψη παράγωγα) ανήκουν τα ουσ.: πυγ-μή (πρβλ. στιγ-μή, ἀκ-μή), πυγ-ών, -όνος (πρβλ. ἀγκ-ών, λαγ-ών) και πύκ-της. Το ρηματικό θέμα τής ρίζας μαρτυρείται στο λατ. pu-n-go, pu-pugi «κεντώ, τρυπώ» και pūgio (πρβλ. και λατ. pug-il «παλαιστής», pugnus «γρονθιά», απ' όπου pugno, pugna). Εκτός τής Λατινικής, ωστόσο, σε καμιά άλλη γλώσσα δεν απαντά η ρίζα *peug- σε λ. δηλωτική πυγμής, γρονθιάς. Αντίθετα, η Γερμανική χρησιμοποιεί τον τ. fust «γρονθιά» που συνδέεται με τη ρίζα *penkwe τής λ. πέντε* και το επίθ. πᾶς* (πρβλ. χετιττ. panku «όλος»), γεγονός που οδήγησε ορισμένους να επιχειρήσουν τη σύνδεση τής οικογένειας τού πύξ με τα πᾶς και πέντε. Στη μτγν. Ελληνική με τη σημ. τών πύξ / πυγμή επικράτησε η λ. γρονθιά*].
Dictionary of Greek. 2013.